οἰνοκηκίς

οἰνοκηκίς
οἰνο-κηκίς, ῖδος, ,
A styptic made of oak-galls boiled in οἶνος αὐστηρότερος, Gal.12.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οινοκηκίς — οἰνοκηκίς, ίδος, ἡ (Α) στυπτικό παρασκευασμένο από κηκίδες δρυός βρασμένες σε κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κηκίς «είδος λιπαρού υγρού»] …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”